πακετάρω

πακετάρω
(αόρ. πακετάρισα) μετ. завёртывать, упаковывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πακετάρω" в других словарях:

  • πακετάρω — πακετάρω, πακετάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πακετάρω — [πακέτο] συσκευάζω σε πακέτο …   Dictionary of Greek

  • πακετάρω — πακετάρισα, πακεταρίστηκα, πακεταρισμένος, συσκευάζω κάτι κάνοντάς το πακέτο, δέμα: Σε μία μέρα πακετάρισα χίλια ζευγάρια παπούτσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πακετάρισμα — το [πακετάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακετάρω, συσκευασία σε πακέτο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»